- ακακοπάθητος
- η , ο не страдавший, не мучившийся; не бедствовавший
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακακοπάθητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν κακοπάθησε, δεν ταλαιπωρήθηκε: Ούτε αρρώστιες ούτε βάσανα είχε γνωρίσει· ήταν άνθρωπος ακακοπάθητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακακοπάθητος — η, ο [κακοπαθώ] αυτός που δεν έχει κακοπαθήσει, αταλαιπώρητος, αβασάνιστος … Dictionary of Greek